Greek Meaning of motorless

δίχως κινητήρα

Other Greek words related to δίχως κινητήρα

Definitions and Meaning of motorless in English

Wordnet

motorless (a)

having no motor

FAQs About the word motorless

δίχως κινητήρα

having no motor

μηχανή,Μηχάνημα,μετατροπέας,συσκευές,εξοπλισμός,μηχανισμός,μύλος,εργαλείο,μετασχηματιστής

σέρνομαι,μπουσουλώ,σύρετε,Περιπλανιέμαι (γύρω ή έξω),καθυστέρηση,καθυστερώ,τσιμπάω,αργός περίπατος,τριγυρνώ,επιβραδύνω

motorized wheelchair => ηλεκτρικό αναπηρικό καροτσάκι, motorized => μηχανοκίνητος, motorize => Μηχανοκίνητος, motorization => μηχανοκίνηση, motorist => οδηγός,