FAQs About the word motorization

μηχανοκίνηση

the act of motorizing (equiping with motors or with motor vehicles)

αυτοματοποίηση,Ηλεκτρονικοποίηση,Ηλεκτροδότηση,κυβερνητική,Μηχανοποίηση,Ρομποτική

No antonyms found.

motorist => οδηγός, motorised => μηχανοκίνητος, motorise => μηχανοκινώ, motorisation => μηχανοκίνηση, motoring => αυτοκίνηση,