Greek Meaning of motormouth
Κουτσομπόλης
Other Greek words related to Κουτσομπόλης
Nearest Words of motormouth
Definitions and Meaning of motormouth in English
motormouth (n)
someone who talks incessantly
FAQs About the word motormouth
Κουτσομπόλης
someone who talks incessantly
κουτσομπολιά,κουτσομπόλης,Καρακάξα,ομιλητής,φλύαρος,φλύαρος,κουτσομπόλης,φαντασμένος,συνομιλητής,συνομιλητής
No antonyms found.
motorman => Μηχανοδηγός, motorless => δίχως κινητήρα, motorized wheelchair => ηλεκτρικό αναπηρικό καροτσάκι, motorized => μηχανοκίνητος, motorize => Μηχανοκίνητος,