FAQs About the word motorist

οδηγός

someone who drives (or travels in) an automobile

οδηγός,οδηγός αυτοκινήτου,Οδηγός,οδηγός,Συνοδηγός,τελεστής

μη οδηγός

motorised => μηχανοκίνητος, motorise => μηχανοκινώ, motorisation => μηχανοκίνηση, motoring => αυτοκίνηση, motorial => Κινητικός,