Greek Meaning of automobilist
οδηγός αυτοκινήτου
Other Greek words related to οδηγός αυτοκινήτου
Nearest Words of automobilist
- automobilism => αυτοκινητισμός
- automobile trunk => Πορτμπαγκάζ
- automobile traffic => Κυκλοφορία αυτοκινήτων
- automobile tire => Ελαστικό αυτοκινήτου
- automobile race => αγώνας αυτοκινήτων
- automobile mechanic => Μηχανικός αυτοκινήτων
- automobile loan => δάνειο αυτοκινήτου
- automobile insurance => Ασφάλιση αυτοκινήτου
- automobile industry => Αυτοκινητοβιομηχανία
- automobile horn => κόρνα αυτοκινήτου
- automorphic => αυτομορφικός
- automorphism => Αυτομορφισμός
- automotive => Αυτοκινητοβιομηχανία
- automotive engineer => Μηχανολόγος Μηχανικός Αυτοκινήτων
- automotive engineering => Μηχανολογία οχημάτων
- automotive technology => Τεχνολογία αυτοκινήτου
- automotive vehicle => Αυτοκίνητο
- automysophobia => Αυτόμυσοφοβία
- autonomasy => αυτονομία
- autonomic => αυτόνομος
Definitions and Meaning of automobilist in English
automobilist (n)
someone who drives (or travels in) an automobile
FAQs About the word automobilist
οδηγός αυτοκινήτου
someone who drives (or travels in) an automobile
οδηγός,Οδηγός,οδηγός,τελεστής,Συνοδηγός,οδηγός
μη οδηγός
automobilism => αυτοκινητισμός, automobile trunk => Πορτμπαγκάζ, automobile traffic => Κυκλοφορία αυτοκινήτων, automobile tire => Ελαστικό αυτοκινήτου, automobile race => αγώνας αυτοκινήτων,