Greek Meaning of mechanization
Μηχανοποίηση
Other Greek words related to Μηχανοποίηση
Nearest Words of mechanization
- mechanistically => μηχανικά
- mechanistic => μηχανιστικός
- mechanist => Μηχανιστής
- mechanism => μηχανισμός
- mechanised => μηχανοποιημένος
- mechanise => μηχανοποίηση
- mechanisation => μηχανοποίηση
- mechanic's lien => Δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησης μηχανικού
- mechanics => Μηχανική
- mechanico-chemical => Μηχανοχημικός
- mechanize => μηχανοποιώ
- mechanized => μηχανοκίνητο
- mechanized cavalry => Μηχανοκίνητο ιππικό
- mechanizing => μηχανοποιώντας
- mechanograph => Μηχανογράφος
- mechanographic => μηχανογραφικός
- mechanographist => μηχανογράφος
- mechanography => Μηχανογραφία
- mechanurgy => μηχανολογία
- mechitarist => μεχιταριστής
Definitions and Meaning of mechanization in English
mechanization (n)
the condition of having a highly technical implementation
the act of implementing the control of equipment with advanced technology; usually involving electronic hardware
FAQs About the word mechanization
Μηχανοποίηση
the condition of having a highly technical implementation, the act of implementing the control of equipment with advanced technology; usually involving electron
αυτοματοποίηση,Ηλεκτρονικοποίηση,Ηλεκτροδότηση,Ρομποτική,μηχανοκίνηση
No antonyms found.
mechanistically => μηχανικά, mechanistic => μηχανιστικός, mechanist => Μηχανιστής, mechanism => μηχανισμός, mechanised => μηχανοποιημένος,