FAQs About the word mechanize

μηχανοποιώ

equip with armed and armored motor vehicles, make monotonous; make automatic or routine, make mechanicalTo cause to be mechanical.

κινητοποιώ,πολεμάω,εξοπλίζω,ανεφοδιάζω,χέρι,στρατιωτικοποιώ

Αποστρατιωτικοποιώ,αποστράτευση,αποπλίζω

mechanization => Μηχανοποίηση, mechanistically => μηχανικά, mechanistic => μηχανιστικός, mechanist => Μηχανιστής, mechanism => μηχανισμός,