Greek Meaning of mechanized
μηχανοκίνητο
Other Greek words related to μηχανοκίνητο
Nearest Words of mechanized
- mechanize => μηχανοποιώ
- mechanization => Μηχανοποίηση
- mechanistically => μηχανικά
- mechanistic => μηχανιστικός
- mechanist => Μηχανιστής
- mechanism => μηχανισμός
- mechanised => μηχανοποιημένος
- mechanise => μηχανοποίηση
- mechanisation => μηχανοποίηση
- mechanic's lien => Δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησης μηχανικού
Definitions and Meaning of mechanized in English
mechanized (s)
equipped with machinery
using vehicles
mechanized (imp. & p. p.)
of Mechanize
FAQs About the word mechanized
μηχανοκίνητο
equipped with machinery, using vehiclesof Mechanize
πολιορκημένος,κινητοποιημένος,Επανεξοπλισμένος,οπλισμένος,Εξοπλισμένος,στρατιωτικοποιημένο,Επανεξοπλισμένο,οπλισμένος
αποστρατιωτικοποιημένη,αποστρατευθεί,αφοπλισμένος
mechanize => μηχανοποιώ, mechanization => Μηχανοποίηση, mechanistically => μηχανικά, mechanistic => μηχανιστικός, mechanist => Μηχανιστής,