FAQs About the word weaponed

οπλισμένος

carrying weaponsFurnished with weapons, or arms; armed; equipped.

οπλισμένος,Εξοπλισμένος,Επανεξοπλισμένο,Επανεξοπλισμένος,μηχανοκίνητο,στρατιωτικοποιημένο,κινητοποιημένος,πολιορκημένος

αποστρατιωτικοποιημένη,αφοπλισμένος,αποστρατευθεί

weapon system => Σύστημα όπλων, weanling => αποθηλασμένο, weaning => απογαλάκτισμα, weanel => απογαλακτίζω, weanedness => απογαλάκτισμα,