Greek Meaning of motorcade
αυτοκινητοπομπή
Other Greek words related to αυτοκινητοπομπή
Nearest Words of motorcade
- motorbus => λεωφορείο
- motorboat => Σκαφος
- motorbike => Μοτοσικλέτα
- motor-assisted => με τη βοήθεια κινητήρα
- motor vehicle => μηχανοκίνητο όχημα
- motor torpedo boat => Ταχύπλοο σκάφος
- motor scooter => Σκούτερ
- motor region => κινητική περιοχή
- motor pool => συγκρότημα οχημάτων
- motor oil => Λάδι κινητήρα
- motorcar => αυτοκίνητο
- motorcoach => Λεωφορείο
- motorcycle => μοτοσυκλέτα
- motorcycle cop => μοτοσικλετιστής αστυνομικός
- motorcycle policeman => αστυνομικός με μηχανή
- motorcycling => μοτοσικλετισμός
- motorcyclist => μοτοσικλετιστής
- motor-driven => μηχανοκίνητος
- motored => Κινητήρας
- motorial => Κινητικός
Definitions and Meaning of motorcade in English
motorcade (n)
a procession of people traveling in motor cars
FAQs About the word motorcade
αυτοκινητοπομπή
a procession of people traveling in motor cars
κομβόι,στόλος,παρέλαση,λιτανεία,αρμάδα,Ρυμουλκούμενο τροχόσπιτο,καβαλκάδα,στόλος,γραμμή,τρένο
No antonyms found.
motorbus => λεωφορείο, motorboat => Σκαφος, motorbike => Μοτοσικλέτα, motor-assisted => με τη βοήθεια κινητήρα, motor vehicle => μηχανοκίνητο όχημα,