Greek Meaning of motorboat
Σκαφος
Other Greek words related to Σκαφος
Nearest Words of motorboat
- motorbike => Μοτοσικλέτα
- motor-assisted => με τη βοήθεια κινητήρα
- motor vehicle => μηχανοκίνητο όχημα
- motor torpedo boat => Ταχύπλοο σκάφος
- motor scooter => Σκούτερ
- motor region => κινητική περιοχή
- motor pool => συγκρότημα οχημάτων
- motor oil => Λάδι κινητήρα
- motor neuron => Κυτταρικό σώμα
- motor nerve fiber => Κινητική νευρική ίνα
- motorbus => λεωφορείο
- motorcade => αυτοκινητοπομπή
- motorcar => αυτοκίνητο
- motorcoach => Λεωφορείο
- motorcycle => μοτοσυκλέτα
- motorcycle cop => μοτοσικλετιστής αστυνομικός
- motorcycle policeman => αστυνομικός με μηχανή
- motorcycling => μοτοσικλετισμός
- motorcyclist => μοτοσικλετιστής
- motor-driven => μηχανοκίνητος
Definitions and Meaning of motorboat in English
motorboat (n)
a boat propelled by an internal-combustion engine
motorboat (v)
ride in a motorboat
FAQs About the word motorboat
Σκαφος
a boat propelled by an internal-combustion engine, ride in a motorboat
καταδρομικό,Σκάφος αναψυχής,Ταχύπλοο,ταχύπλοο,Σεντάν,Μυρωδάτη χελώνα,Καμπίνα όχημα αναψυχής,Υδροπτέρυγο,Μηχανοκίνητο σκάφος αναψυχής,αθλητικός ψαράς
No antonyms found.
motorbike => Μοτοσικλέτα, motor-assisted => με τη βοήθεια κινητήρα, motor vehicle => μηχανοκίνητο όχημα, motor torpedo boat => Ταχύπλοο σκάφος, motor scooter => Σκούτερ,