Greek Meaning of stinkpot
Μυρωδάτη χελώνα
Other Greek words related to Μυρωδάτη χελώνα
Nearest Words of stinkpot
- stinking yew => Τάξος ο κοινός
- stinking weed => βρομερός ζιζάνιο
- stinking wattle => Μιμόζα η αισχυντηλή
- stinking smut => αποπνικτική τεφρά
- stinking nightshade => βρωμομούτα
- stinking mayweed => βρωμοχαμομήλι
- stinking iris => Σαΐτας με βρωμερή μυρωδιά
- stinking horehound => Βρωμοσταφυλίνη
- stinking hellebore => Ελλέβορος
- stinking goosefoot => Χοιροπόδι μυρωδάτο
Definitions and Meaning of stinkpot in English
stinkpot (n)
a person who is deemed to be despicable or contemptible
small freshwater turtle having a strong musky odor
FAQs About the word stinkpot
Μυρωδάτη χελώνα
a person who is deemed to be despicable or contemptible, small freshwater turtle having a strong musky odor
καταδρομικό,Σκαφος,Σκάφος αναψυχής,Ταχύπλοο,ταχύπλοο,Σεντάν,Καμπίνα όχημα αναψυχής,Υδροπτέρυγο,Μηχανοκίνητο σκάφος αναψυχής,αθλητικός ψαράς
No antonyms found.
stinking yew => Τάξος ο κοινός, stinking weed => βρομερός ζιζάνιο, stinking wattle => Μιμόζα η αισχυντηλή, stinking smut => αποπνικτική τεφρά, stinking nightshade => βρωμομούτα,