FAQs About the word stinkpot

Μυρωδάτη χελώνα

a person who is deemed to be despicable or contemptible, small freshwater turtle having a strong musky odor

καταδρομικό,Σκαφος,Σκάφος αναψυχής,Ταχύπλοο,ταχύπλοο,Σεντάν,Καμπίνα όχημα αναψυχής,Υδροπτέρυγο,Μηχανοκίνητο σκάφος αναψυχής,αθλητικός ψαράς

No antonyms found.

stinking yew => Τάξος ο κοινός, stinking weed => βρομερός ζιζάνιο, stinking wattle => Μιμόζα η αισχυντηλή, stinking smut => αποπνικτική τεφρά, stinking nightshade => βρωμομούτα,