FAQs About the word discerptive

διαταρακτικός

Tending to separate or disunite parts.

No synonyms found.

No antonyms found.

discerption => σχίσιμο, discerptible => διακριτός, discerptibility => Διακρισιμότητα, discerpible => διακριτός, discerpibility => διασπαστικότητα,