Greek Meaning of falling (in)

πτώση (σε)

Other Greek words related to πτώση (σε)

Definitions and Meaning of falling (in) in English

falling (in)

to harmonize with, to concur with, to sink inward, to begin associating with, to take one's proper place in a military formation

FAQs About the word falling (in)

πτώση (σε)

to harmonize with, to concur with, to sink inward, to begin associating with, to take one's proper place in a military formation

μειούμενος (σε),μειωμένος (σε),Φθίνουσα (σε),φθίνουσα,μείωση,κωνικός,βαθμιαία μείωση,μειούμενου,βούτηγμα,Χάνοντας

Κατασκευή,αναπτυσσόμενος (σε),διπλασιασμός (σε),κέρδος,συνάντηση,παραλαβή,συσσωρευόμενο,συσσωρεύοντας,τριπλασιασμός (σε)

fallen short => Μη φθάνω, fallen out => Ξεπεσμένοι, fallen (to) => πεσμένος (σε), fal-lals => ψιλοπράγματα, fal-lal => φλυαρία,