Greek Meaning of accruing
συσσωρευόμενο
Other Greek words related to συσσωρευόμενο
Nearest Words of accruing
Definitions and Meaning of accruing in English
accruing (p. pr. & vb. n.)
of Accrue
FAQs About the word accruing
συσσωρευόμενο
of Accrue
συσσωρεύοντας,συλλογή,μεγιστοποίηση,συσσωρεύοντας,ενισχυτικό,επεκτεινόμενος,εκτίνω,κέρδος,ενίσχυση,διπλασιασμός (σε)
μειούμενος (σε),μειωμένος (σε),βούτηγμα,φθίνουσα,πτώση (σε),μείωση,Χάνοντας,κωνικός,μειούμενου,Φθίνουσα (σε)
accruer => Συγκεντρώνομαι, accruement => αύξηση, accrued => αποπληρωθέντα, accrue => Συγκεντρώνω, accrual basis => λογιστική βάση οφειλών και απαιτήσεων,