Greek Meaning of diminishing (in)

μειωμένος (σε)

Other Greek words related to μειωμένος (σε)

Definitions and Meaning of diminishing (in) in English

diminishing (in)

No definition found for this word.

FAQs About the word diminishing (in)

μειωμένος (σε)

μειούμενος (σε),πτώση (σε),Φθίνουσα (σε),φθίνουσα,μείωση,κωνικός,βαθμιαία μείωση,μειούμενου,βούτηγμα,Χάνοντας

Κατασκευή,αναπτυσσόμενος (σε),διπλασιασμός (σε),κέρδος,συνάντηση,παραλαβή,συσσωρευόμενο,συσσωρεύοντας,τριπλασιασμός (σε)

diminishes => μειώνει, diminished (in) => Περιλαμβάνεται, diminish (in) => μειώνω (σε), dime-store => φτηνό μαγαζί, dimensions => διαστάσεις,