Greek Meaning of collecting

συλλογή

Other Greek words related to συλλογή

Definitions and Meaning of collecting in English

Wordnet

collecting (n)

the act of gathering something together

FAQs About the word collecting

συλλογή

the act of gathering something together

σύνθεση,περιέχοντας,καταπραϋντικός,Ελεγχόμενος,συλλογή,συγκρατημένος,κατακάθιση,συγκράτηση,χαλαρωτικό,κατευναστικός

διασπείρω,διασκόρπιση,διαλυόμενος

collectible => Συλλεκτικό αντικείμενο, collectedly => συλλογικά, collected => συλλεγέν, collectable => Συλλεκτικό, collect call => συνδιαλέξεις για είσπραξη,