FAQs About the word collective noun

Ομαδικό ουσιαστικό

a noun that is singular in form but refers to a group of people or things

ουσιαστικό,αριθμήσιμο ουσιαστικό,Ουσιαστικό μάζας,Κύριο όνομα,ονομαστική,ουσιαστικός

No antonyms found.

collective farm => κολχόζ, collective bargaining => Συλλογικές διαπραγματεύσεις, collective agreement => Συλλογική συμφωνία, collective => συλλογικός, collection plate => δίσκος προσφορών,