Greek Meaning of common noun
ουσιαστικό
Other Greek words related to ουσιαστικό
Nearest Words of common noun
- common nightshade => Στρύχνος ο μανικός
- common newt => Τρίτωνας ο κοινός
- common nardoo => Άσφοδελος ο συριγγοειδής
- common myrtle => Μυρτιά κοινή
- common multiple => Κοινό πολλαπλάσιο
- common mullein => Μολόχα
- common mugwort => Αγριάδα
- common mosquito => Κοινό κουνούπι
- common morning glory => Ipomoea purpurea
- common morel => Μόρτσι
- common nuisance => Κοινός ενοχλητής
- common nutcracker => Καρυοθραύστης ο κοινός
- common oak => Δρυς
- common opossum => Αμερικανική οπόσουμ
- common osier => Ιτέα
- common pea => αρακάς
- common people => απλοί άνθρωποι
- common pepper => Μαύρο πιπέρι
- common person => συνηθισμένος άνθρωπος
- common pitcher plant => Σαρρακήνια η πορφυρά
Definitions and Meaning of common noun in English
common noun (n)
a noun that denotes any or all members of a class
FAQs About the word common noun
ουσιαστικό
a noun that denotes any or all members of a class
Ομαδικό ουσιαστικό,αριθμήσιμο ουσιαστικό,Ουσιαστικό μάζας,Κύριο όνομα,ονομαστική,ουσιαστικός
No antonyms found.
common nightshade => Στρύχνος ο μανικός, common newt => Τρίτωνας ο κοινός, common nardoo => Άσφοδελος ο συριγγοειδής, common myrtle => Μυρτιά κοινή, common multiple => Κοινό πολλαπλάσιο,