Greek Meaning of mass noun
Ουσιαστικό μάζας
Other Greek words related to Ουσιαστικό μάζας
Nearest Words of mass noun
- mass meeting => μαζική συνάντηση
- mass medium => Μέσο μαζικής ενημέρωσης
- mass hysteria => μαζική υστερία
- mass energy => Ενέργεια μάζας
- mass deficiency => Έλλειμμα μάζας
- mass defect => Ελάττωμα μάζας
- mass culture => Μαζική κουλτούρα
- mass card => αγγελτήριο θανάτου
- mass action => μαζική δράση
- mass => μάζα
- mass number => Αριθμός μάζας
- mass production => Μαζική παραγωγή
- mass rapid transit => Μαζική μεταφορά επιβατών
- mass spectrograph => Φασματογράφος μάζας
- mass spectrometer => Φασματόμετρο μάζας
- mass spectroscopic => φασματοσκοπίας μάζας
- mass spectroscopy => Φασματοσκοπία μάζας
- mass spectrum => Μάζα φάσματος
- mass unit => μονάδα μάζας
- mass. => μάζα
Definitions and Meaning of mass noun in English
mass noun (n)
a noun that does not form plurals
FAQs About the word mass noun
Ουσιαστικό μάζας
a noun that does not form plurals
Ομαδικό ουσιαστικό,ουσιαστικό,αριθμήσιμο ουσιαστικό,Κύριο όνομα,ονομαστική,ουσιαστικός
No antonyms found.
mass meeting => μαζική συνάντηση, mass medium => Μέσο μαζικής ενημέρωσης, mass hysteria => μαζική υστερία, mass energy => Ενέργεια μάζας, mass deficiency => Έλλειμμα μάζας,