Greek Meaning of common person
συνηθισμένος άνθρωπος
Other Greek words related to συνηθισμένος άνθρωπος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of common person
- common pepper => Μαύρο πιπέρι
- common people => απλοί άνθρωποι
- common pea => αρακάς
- common osier => Ιτέα
- common opossum => Αμερικανική οπόσουμ
- common oak => Δρυς
- common nutcracker => Καρυοθραύστης ο κοινός
- common nuisance => Κοινός ενοχλητής
- common noun => ουσιαστικό
- common nightshade => Στρύχνος ο μανικός
- common pitcher plant => Σαρρακήνια η πορφυρά
- common plantain => Πλατύφυλλο ψύλλιο
- common plum => Δαμάσκηνο
- common polypody => Πολυπόδιο το κοινό
- common pond-skater => Κοινός παγοδρόμος της λίμνης
- common privet => Λιγούστρο
- common purslane => Γλιστρίδα
- common raccoon => Αρκούδα
- common racoon => Νιπτήρας
- common ragweed => Αμβροσία η ατριπλιφυλής
Definitions and Meaning of common person in English
common person (n)
a person who holds no title
FAQs About the word common person
συνηθισμένος άνθρωπος
a person who holds no title
No synonyms found.
No antonyms found.
common pepper => Μαύρο πιπέρι, common people => απλοί άνθρωποι, common pea => αρακάς, common osier => Ιτέα, common opossum => Αμερικανική οπόσουμ,