Greek Meaning of collectible

Συλλεκτικό αντικείμενο

Other Greek words related to Συλλεκτικό αντικείμενο

Definitions and Meaning of collectible in English

Wordnet

collectible (n)

things considered to be worth collecting (not necessarily valuable or antique)

Wordnet

collectible (s)

subject to or requiring payment especially as specified

FAQs About the word collectible

Συλλεκτικό αντικείμενο

things considered to be worth collecting (not necessarily valuable or antique), subject to or requiring payment especially as specified

Θέμα συζήτησης,φιγούρα,ενθύμιο,ενθύμιο,Αντικείμενο,διακόσμηση,σουβενίρ,ασήμαντο πράγμα,συλλεκτικό είδος,μπιχλιμπίδια

No antonyms found.

collectedly => συλλογικά, collected => συλλεγέν, collectable => Συλλεκτικό, collect call => συνδιαλέξεις για είσπραξη, collect => συλλέγω,