Greek Meaning of collectible
Συλλεκτικό αντικείμενο
Other Greek words related to Συλλεκτικό αντικείμενο
- Θέμα συζήτησης
- φιγούρα
- ενθύμιο
- ενθύμιο
- Αντικείμενο
- διακόσμηση
- σουβενίρ
- ασήμαντο πράγμα
- συλλεκτικό είδος
- μπιχλιμπίδια
- διακοσμητικός
- ασήμαντο
- μπιχλιμπίδι
- Μπιχλιμπίδι
- μπιμπελό
- μπιζού
- Παλιοπράγματα
- περιέργεια
- μικροπράγμα
- φανταχτερός
- μπιχλιμπίδι
- μπιχλιμπίδι
- Ανοησία
- μπιχλιμπίδια
- ψιλικό
- Κοσμηματικό
- καινοτομία
- Αντικείμενο τέχνης
- κιτς
- φιλιγκράν
- μετριότητες
- αρετή
- Αρετή
Nearest Words of collectible
- collecting => συλλογή
- collection => συλλογή
- collection plate => δίσκος προσφορών
- collective => συλλογικός
- collective agreement => Συλλογική συμφωνία
- collective bargaining => Συλλογικές διαπραγματεύσεις
- collective farm => κολχόζ
- collective noun => Ομαδικό ουσιαστικό
- collective security => Συλλογική ασφάλεια
- collectively => συλλογικά
Definitions and Meaning of collectible in English
collectible (n)
things considered to be worth collecting (not necessarily valuable or antique)
collectible (s)
subject to or requiring payment especially as specified
FAQs About the word collectible
Συλλεκτικό αντικείμενο
things considered to be worth collecting (not necessarily valuable or antique), subject to or requiring payment especially as specified
Θέμα συζήτησης,φιγούρα,ενθύμιο,ενθύμιο,Αντικείμενο,διακόσμηση,σουβενίρ,ασήμαντο πράγμα,συλλεκτικό είδος,μπιχλιμπίδια
No antonyms found.
collectedly => συλλογικά, collected => συλλεγέν, collectable => Συλλεκτικό, collect call => συνδιαλέξεις για είσπραξη, collect => συλλέγω,