Greek Meaning of gaud
φανταχτερός
Other Greek words related to φανταχτερός
- διακόσμηση
- διακοσμητικός
- Μπιχλιμπίδι
- μπιμπελό
- Συλλεκτικό
- Συλλεκτικό αντικείμενο
- περιέργεια
- περιέργεια
- μπιχλιμπίδι
- μπιχλιμπίδι
- Ανοησία
- ψιλικό
- μπιχλιμπίδια
- Κοσμηματικό
- καινοτομία
- σουβενίρ
- κιτς
- μπιχλιμπίδι
- μετριότητες
- αρετή
- ασήμαντο πράγμα
- μπιζού
- Παλιοπράγματα
- Θέμα συζήτησης
- μικροπράγμα
- φιγούρα
- μπιχλιμπίδια
- ενθύμιο
- ενθύμιο
- Αντικείμενο
- ασήμαντο
- φιλιγκράν
- Αρετή
Nearest Words of gaud
Definitions and Meaning of gaud in English
gaud (n)
cheap showy jewelry or ornament on clothing
gaud (n.)
Trick; jest; sport.
Deceit; fraud; artifice; device.
An ornament; a piece of worthless finery; a trinket.
To sport or keep festival.
gaud (v. t.)
To bedeck gaudily; to decorate with gauds or showy trinkets or colors; to paint.
FAQs About the word gaud
φανταχτερός
cheap showy jewelry or ornament on clothingTrick; jest; sport., Deceit; fraud; artifice; device., An ornament; a piece of worthless finery; a trinket., To sport
διακόσμηση,διακοσμητικός,Μπιχλιμπίδι,μπιμπελό,Συλλεκτικό,Συλλεκτικό αντικείμενο,περιέργεια,περιέργεια,μπιχλιμπίδι,μπιχλιμπίδι
No antonyms found.
gauchos => γκάουτσο, gaucho => Γκάουτσο, gaucher's disease => Νόσος του Γκόσε, gaucherie => γελοιότητα, gaucheness => αδεξιότητα ,