Greek Meaning of trinket
μπιχλιμπίδι
Other Greek words related to μπιχλιμπίδι
- Μπιχλιμπίδι
- διακόσμηση
- διακοσμητικός
- σουβενίρ
- μπιμπελό
- Συλλεκτικό
- Συλλεκτικό αντικείμενο
- περιέργεια
- μικροπράγμα
- φανταχτερός
- μπιχλιμπίδι
- μπιχλιμπίδι
- Ανοησία
- ψιλικό
- μπιχλιμπίδια
- Κοσμηματικό
- καινοτομία
- κιτς
- ασήμαντο πράγμα
- μπιζού
- Παλιοπράγματα
- Θέμα συζήτησης
- περιέργεια
- φιγούρα
- μπιχλιμπίδια
- ενθύμιο
- ενθύμιο
- Αντικείμενο
- ασήμαντο
- φιλιγκράν
- μετριότητες
- αρετή
- Αρετή
Nearest Words of trinket
Definitions and Meaning of trinket in English
trinket (n)
cheap showy jewelry or ornament on clothing
trinket (n.)
A three-cornered sail formerly carried on a ship's foremast, probably on a lateen yard.
trinket (v. t.)
A knife; a cutting tool.
A small ornament, as a jewel, ring, or the like.
A thing of little value; a trifle; a toy.
trinket (v. i.)
To give trinkets; hence, to court favor; to intrigue.
FAQs About the word trinket
μπιχλιμπίδι
cheap showy jewelry or ornament on clothingA three-cornered sail formerly carried on a ship's foremast, probably on a lateen yard., A knife; a cutting tool., A
Μπιχλιμπίδι,διακόσμηση,διακοσμητικός,σουβενίρ,μπιμπελό,Συλλεκτικό,Συλλεκτικό αντικείμενο,περιέργεια,μικροπράγμα,φανταχτερός
No antonyms found.
trink => ποτό, triniunity => Αγία Τριάδα, trinity sunday => Τριτη Αγία, trinity river => Ποταμός Τρίνιτι, trinity => Τριάδα,