Greek Meaning of commensurately

Αναλόγως

Other Greek words related to Αναλόγως

Definitions and Meaning of commensurately in English

commensurately

proportional sense 1, commensurable sense 1, equal in measure or extent, corresponding in size, extent, amount, or degree

FAQs About the word commensurately

Αναλόγως

proportional sense 1, commensurable sense 1, equal in measure or extent, corresponding in size, extent, amount, or degree

άφθονα,αναλογικά,άφθονα,ευχάριστα,ικανοποιητικά,μέτρια,με τον ιδανικό τρόπο,άφθονα,άφθονα,σωστά

ανεπαρκώς,ανεπαρκώς,ανικανοποιητικά

commends => Επαινεί, commending => αποθεώνοντας, commender => επαινετής, commended => επαινέθηκε, commendatory => επαινετικός,