Greek Meaning of satisfyingly

ικανοποιητικά

Other Greek words related to ικανοποιητικά

Definitions and Meaning of satisfyingly in English

Wordnet

satisfyingly (r)

in a gratifying manner

Webster

satisfyingly (adv.)

So as to satisfy; satisfactorily.

FAQs About the word satisfyingly

ικανοποιητικά

in a gratifying mannerSo as to satisfy; satisfactorily.

νόστιμος,ευχάριστα,ευχάριστα,λεπτομερώς,ένδοξα,μεγάλος, καταπληκτικός,ωραία,ευχάριστα,ευχάριστα,καλά

φρικτά,τρομερά,άσχημα,δυσάρεστα,φοβερά,φρικτά,άρρωστος,σοκαριστικά,αηδιαστικά,τρομερά

satisfying => ικανοποιητικό, satisfy => ικανοποιώ, satisfise => ικανοποιώ, satisfier => ικανοποιητικός, satisfied => ικανοποιημένος,