Greek Meaning of enticingly
δελεαστικά
Other Greek words related to δελεαστικά
- ελκυστικά
- ελκυστικά
- όμορφα
- ωραία
- ελκυστικά
- θαυμαστά
- ελκυστικά
- θαυμάσια
- ορεκτικός
- ευλογημένος
- υπέροχα
- ευτυχισμένος
- βοηθητικά
- μεγαλοπρεπώς
- αισθησιακά
- άριστα
- επωφελώς
- ευχάριστα
- γοητευτικά
- νόστιμος
- ευχάριστα
- ονειρικά
- γοητευτικά
- ευχάριστα
- θετικά
- ευτυχώς
- λεπτομερώς
- ευτυχώς
- ένδοξα
- μεγαλοπρεπώς
- ικανοποιητικά
- μεγάλος, καταπληκτικός
- ευτυχώς
- ωραία
- νόστιμο
- ευχάριστα
- ευχάριστα
- όμορφα
- ικανοποιητικά
- υπέροχα
- γλυκά
- Εξαιρετικά
- νικηφόρα
- νόστιμα
- σαγηνευτικά
Nearest Words of enticingly
Definitions and Meaning of enticingly in English
enticingly (adv.)
In an enticing manner; charmingly.
FAQs About the word enticingly
δελεαστικά
In an enticing manner; charmingly.
ελκυστικά,ελκυστικά,όμορφα,ωραία,ελκυστικά,θαυμαστά,ελκυστικά,θαυμάσια,ορεκτικός,ευλογημένος
φρικτά,τρομερά,άσχημα,δυσάρεστα,φοβερά,φρικτά,άρρωστος,αηδιαστικά,τρομερά,δυσάρεστα
enticing => δελεαστικός, enticer => δέλεαρ, enticement => δελεασμός, enticed => δελεαστικός, enticeable => δελεαστικός,