Greek Meaning of winningly

νικηφόρα

Other Greek words related to νικηφόρα

Definitions and Meaning of winningly in English

Webster

winningly (adv.)

In a winning manner.

FAQs About the word winningly

νικηφόρα

In a winning manner.

ευχάριστα,όμορφα,γοητευτικά,νόστιμος,ευχάριστα,γοητευτικά,ευχάριστα,λεπτομερώς,ένδοξα,μεγάλος, καταπληκτικός

φρικτά,τρομερά,άσχημα,δυσάρεστα,φοβερά,φρικτά,άρρωστος,τρομερά,δυσάρεστα,απαίσια

winning streak => Σειρά νικών, winning post => Γραμμή τερματισμού, winning => νίκη, winnew => winnew, winner's circle => κύκλος νικητών,