Greek Meaning of winnowing

λίχνισμα

Other Greek words related to λίχνισμα

Definitions and Meaning of winnowing in English

Wordnet

winnowing (n)

the act of separating grain from chaff

Webster

winnowing (p. pr. & vb. n.)

of Winnew

Webster

winnowing (n.)

The act of one who, or that which, winnows.

FAQs About the word winnowing

λίχνισμα

the act of separating grain from chaffof Winnew, The act of one who, or that which, winnows.

Κοπή,Ξύσιμο,μειώνοντας,κοσκίνισμα,Κοπή,Εκκαθάριση,συντομεύοντας,εκκαθάριση,αποκόμματα,συμπιέζοντας

υιοθεσία,διορισμός,επιλέγω,ορίζοντας,εκλογές,επιδιόρθωση,σήμανση,ονοματοδοτώντας,υποψηφιότητα,συγκομιδή

winnower => ανεμιστήρας, winnowed => αλωνισμένος, winnow out => διαλέγω, winnow => λικμίζω, winnipeg => Γουίνιπεγκ,