Greek Meaning of docking
προσάραξη
Other Greek words related to προσάραξη
- συντόμευση
- σύντμηση
- συντομεύοντας
- φθίνων
- Ελλειψη
- μειώνοντας
- Κοπή
- Κολοβώ
- περικοπή
- κόψιμο
- Ενσωμάτωση
- συνοψίζοντας
- συγχρονίζοντας
- μειούμενου
- αφαίρεση
- συμπιέζοντας
- στενεύον
- σύναψη σύμβασης
- Κοπή
- χώνεψη
- φθίνων
- μείωση προσωπικού
- φθίνουσα
- προσωποποίηση
- μείωση
- χαμήλωμα
- μετριαστικός
- Τροποποίηση
- Ξύσιμο
- Κλάδεμα
- Απόλυση
- συρρίκνωση
- κόψιμο
- σύνοψη
- κωνικός
- Μείωση
- αποπληθωριστικός
- ανακεφαλαιώνοντας
- αφαίρεση (από)
Nearest Words of docking
Definitions and Meaning of docking in English
docking (n)
the act of securing an arriving vessel with ropes
docking (p. pr. & vb. n.)
of Dock
FAQs About the word docking
προσάραξη
the act of securing an arriving vessel with ropesof Dock
συντόμευση,σύντμηση,συντομεύοντας,φθίνων,Ελλειψη,μειώνοντας,Κοπή,Κολοβώ,περικοπή,κόψιμο
προσθήκη,διευρύνων,επεκτεινόμενος,εκτίνω,αυξανόμενο,επιμήκυνση,παρατείνοντας,συμπληρώνοντας,ενίσχυση,αυξανόμενος
dockhand => Ντόκερ, docketing => καταχώρηση, docketed => καταχωρήθηκε, docket => ημερήσια διάταξη, docker => λιμενεργάτης,