Greek Meaning of dockhand
Ντόκερ
Other Greek words related to Ντόκερ
Nearest Words of dockhand
Definitions and Meaning of dockhand in English
dockhand (n)
a laborer who loads and unloads vessels in a port
FAQs About the word dockhand
Ντόκερ
a laborer who loads and unloads vessels in a port
λιμενεργάτης,Φορτοεκφορτωτής,,λιμενεργάτης,λιμενεργάτης,Εργάτης της πετρελαϊκής βιομηχανίας
No antonyms found.
docketing => καταχώρηση, docketed => καταχωρήθηκε, docket => ημερήσια διάταξη, docker => λιμενεργάτης, docked => ελλιμενισμένο,