FAQs About the word dockworker

λιμενεργάτης

a laborer who loads and unloads vessels in a port

Φορτοεκφορτωτής,λιμενεργάτης,λιμενεργάτης,Εργάτης της πετρελαϊκής βιομηχανίας,Ντόκερ,

No antonyms found.

dock-walloper => λιμενεργάτης, dockside => σε αποβάθρα, docking fee => τέλη πρόσδεσης, docking facility => εγκαταστάσεις αγκυροβόλησης, docking => προσάραξη,