Greek Meaning of dockworker
λιμενεργάτης
Other Greek words related to λιμενεργάτης
Nearest Words of dockworker
- dockyard => Ναυπηγείο
- docoglossa => docoglossa
- docosahexaenoic acid => Εικοσιδυαεξαενοϊκό οξύ
- docquet => τεκμήριο
- doctor => γιατρός
- doctor of arts => Διδάκτωρ Τεχνών
- doctor of dental medicine => Οδοντίατρος
- doctor of dental surgery => διδάκτωρ οδοντιατρικής
- doctor of divinity => Διδάκτωρ της Θεολογίας
- doctor of education => Διδάκτωρ Παιδαγωγικής
Definitions and Meaning of dockworker in English
dockworker (n)
a laborer who loads and unloads vessels in a port
FAQs About the word dockworker
λιμενεργάτης
a laborer who loads and unloads vessels in a port
Φορτοεκφορτωτής,λιμενεργάτης,λιμενεργάτης,Εργάτης της πετρελαϊκής βιομηχανίας,Ντόκερ,
No antonyms found.
dock-walloper => λιμενεργάτης, dockside => σε αποβάθρα, docking fee => τέλη πρόσδεσης, docking facility => εγκαταστάσεις αγκυροβόλησης, docking => προσάραξη,