Greek Meaning of winnowed

αλωνισμένος

Other Greek words related to αλωνισμένος

Definitions and Meaning of winnowed in English

Webster

winnowed (imp. & p. p.)

of Winnew

FAQs About the word winnowed

αλωνισμένος

of Winnew

κόβω,Τοίχος,μειωμένη,κομμένος,επιλεγμένο,συντομευμένος,ψαλιδισμένο,περικομμένος,μειώνω,αρνήθηκε

αποδεκτό,υιοθετημένος,διορισμένος,διάλεξε,καθορισμένος,εκλεγμένος,σημαδεμένος,ονομαζόμενος,υποψήφιος (ipopsisfios),διάλεξε

winnow out => διαλέγω, winnow => λικμίζω, winnipeg => Γουίνιπεγκ, winninish => Ουίννινις, winnings => κέρδη,