FAQs About the word pared

Τοίχος

of Pare

ψαλιδισμένο,κόβω,ξυρισμένος,κομμένος,κουρεμένος,περικομμένος,μείωση,ελλιμενισμένο,κομμένο (από),χορτοκομμένο

διευρυμένο,επιμήκης,επιμήκης

pare down => περικόπτω, pare => παρέ, pardoning => χάρη, pardoned => συγχωρέθηκε, pardonably => αδικαιολόγητα,