Greek Meaning of abated
μειώθηκε
Other Greek words related to μειώθηκε
- οξύς
- επιβαρυντική
- Πρησμένος
- συμπυκνωμένος
- βαθύς
- φοβερός
- οδυνηρός
- εξαίσιος
- φοβισμένος
- φοβερός
- Άγριος
- άγριος
- τρομερός
- θυμωμένος
- φρικτός
- σκληρός
- βαρύς
- έντονο
- εντατικός
- απότομος
- βαθύς
- φοβερός
- βίαιη
- κακός
- παντοδύναμος
- deepened
- βελτιωμένο
- βαρύς
- εντατικοποιημένος
- Μεγεθυσμένη
- επονείδιστος
- τονισμένη
- τονισμένος
- ενισχυμένο
Nearest Words of abated
Definitions and Meaning of abated in English
abated (imp. & p. p.)
of Abate
FAQs About the word abated
μειώθηκε
of Abate
μειωμένος,ελαττωμένος,ανακουφισμένος,λιγότερο,μειωμένη,ήρεμος,ανακουφισμένο,φωτισμένος,μέτριος,κατάλληλος
οξύς,επιβαρυντική,Πρησμένος,συμπυκνωμένος,βαθύς,φοβερός,οδυνηρός,εξαίσιος,φοβισμένος,φοβερός
abate => μειώνω, abatable nuisance => αντιμετωπίσιμη ενόχληση, abatable => μειώσιμος, abassis => Αββασίδες, abassi => Αββασίδης,