Greek Meaning of abated

μειώθηκε

Other Greek words related to μειώθηκε

Definitions and Meaning of abated in English

Webster

abated (imp. & p. p.)

of Abate

FAQs About the word abated

μειώθηκε

of Abate

μειωμένος,ελαττωμένος,ανακουφισμένος,λιγότερο,μειωμένη,ήρεμος,ανακουφισμένο,φωτισμένος,μέτριος,κατάλληλος

οξύς,επιβαρυντική,Πρησμένος,συμπυκνωμένος,βαθύς,φοβερός,οδυνηρός,εξαίσιος,φοβισμένος,φοβερός

abate => μειώνω, abatable nuisance => αντιμετωπίσιμη ενόχληση, abatable => μειώσιμος, abassis => Αββασίδες, abassi => Αββασίδης,