Greek Meaning of abashment
Ντροπή
Other Greek words related to Ντροπή
Nearest Words of abashment
Definitions and Meaning of abashment in English
abashment (n)
feeling embarrassed due to modesty
abashment (n.)
The state of being abashed; confusion from shame.
FAQs About the word abashment
Ντροπή
feeling embarrassed due to modestyThe state of being abashed; confusion from shame.
Σύγχυση,Ντροπή,αμηχανία,δυσφορία,αποσυντονισμός,Απογοήτευση,Αβγό στο πρόσωπο,ταραχή,Εξευτελισμός,ταπείνωση
ψυχραιμία,διαβεβαίωση,Ψυχραιμία,εμπιστοσύνη,ψυχρότητα,ισηρεμία,ηρεμία,αυτοπεποίθηση,αυτοπεποίθηση,ψυχραιμία
abashing => ντροπιαστικός, abashedly => Αμήχανα, abashed => ντροπιασμένος, abash => ντροπιάζω, abasement => ταπείνωση,