Greek Meaning of accentuated
τονισμένη
Other Greek words related to τονισμένη
- οξύς
- επιβαρυντική
- συμπυκνωμένος
- deepened
- βελτιωμένο
- εξαίσιος
- έντονο
- εντατικοποιημένος
- εντατικός
- Μεγεθυσμένη
- βαθύς
- παντοδύναμος
- Πρησμένος
- βαθύς
- φοβερός
- τονισμένος
- οδυνηρός
- φοβισμένος
- φοβερός
- Άγριος
- άγριος
- τρομερός
- θυμωμένος
- φρικτός
- σκληρός
- βαρύς
- βαρύς
- ενισχυμένο
- απότομος
- αγχωμένος
- φοβερός
- βίαιη
- κακός
- επονείδιστος
- εξαντλητικός
- σκληρός
- αυστηρός
- σοβαρός
- εμπεριστατωμένος
Nearest Words of accentuated
Definitions and Meaning of accentuated in English
accentuated (imp. & p. p.)
of Accentuate
FAQs About the word accentuated
τονισμένη
of Accentuate
οξύς,επιβαρυντική,συμπυκνωμένος,deepened,βελτιωμένο,εξαίσιος,έντονο,εντατικοποιημένος,εντατικός,Μεγεθυσμένη
Ασθενής,φως,μέτριος,μαλακός,Αδύναμος,μειωμένος,ελαττωμένος,ανακουφισμένος,μέτριος,κατάλληλος
accentuate => εστιάζω, accentually => τονισματικά, accentuality => τονισμός, accentual system => Σύστημα τονισμού, accentual => τονικός,