Greek Meaning of emphasized

τονισμένος

Other Greek words related to τονισμένος

Definitions and Meaning of emphasized in English

Wordnet

emphasized (s)

spoken with emphasis

Webster

emphasized (imp. & p. p.)

of Emphasize

FAQs About the word emphasized

τονισμένος

spoken with emphasisof Emphasize

τονισμένη,επιβαρυντική,συμπυκνωμένος,βελτιωμένο,ενισχυμένο,εντατικοποιημένος,Μεγεθυσμένη,αγχωμένος,οξύς,deepened

Ασθενής,φως,μέτριος,μαλακός,επιφανειακός,Αδύναμος,μειωμένος,ελαττωμένος,ανακουφισμένος,μέτριος

emphasize => τονίζω, emphasised => επισημαίνεται, emphasise => υπογραμμίζω, emphasis => Έμφαση, emphases => τονισμοί,