Greek Meaning of emperorship
Αυτοκρατορία
Other Greek words related to Αυτοκρατορία
- βασιλιάς
- κύριος
- ΠΟτεντάτος
- κυρίαρχος
- εμίρης
- Αὐτοκράτορας
- Καίσαρας
- τσάρος
- εμίρης
- αυτοκράτειρα
- καίσαρ (kaisár)
- χαν
- χεδίβης
- μεγιστάνας
- μονάρχης
- πρίγκιπας
- πριγκίπησσα
- βασίλισσα
- Χάρακας
- Σατράπης
- σάx
- Σουλτάνος
- Σουβερένος
- Τσάρος
- Τσαρίνα
- Τύραννος
- τσάρος
- εμίρης
- αυταρχικός
- Μεγάλος αδερφός
- συγκυβερνήτης
- Τσαρίνα
- Δέσποτης
- δικτάτορας
- Φύρερ
- κυρία
- Φεουδάρχης
- Ανώτατος
- κυρίαρχος
- σταφίδες
- τσαρίνα
Nearest Words of emperorship
- emperor penguin => Αυτοκρατορικός πιγκουίνος
- emperor of rome => Αυτοκράτορας της Ρώμης
- emperor napoleon iii => ο αυτοκράτορας Ναπολέων Γ'
- emperor moth => Μόλις ο αυτοκράτορας
- emperor francis ii => Φραγκίσκος Β΄
- emperor butterfly => Αυτοκράτειρα
- emperor => Αυτοκράτορας
- emperished => φτωχός
- emperil => θέτω σε κίνδυνο
- emperice => αυτοκράτειρα
Definitions and Meaning of emperorship in English
emperorship (n.)
The rank or office of an emperor.
FAQs About the word emperorship
Αυτοκρατορία
The rank or office of an emperor.
βασιλιάς,κύριος,ΠΟτεντάτος,κυρίαρχος,εμίρης,Αὐτοκράτορας,Καίσαρας,τσάρος,εμίρης,αυτοκράτειρα
No antonyms found.
emperor penguin => Αυτοκρατορικός πιγκουίνος, emperor of rome => Αυτοκράτορας της Ρώμης, emperor napoleon iii => ο αυτοκράτορας Ναπολέων Γ', emperor moth => Μόλις ο αυτοκράτορας, emperor francis ii => Φραγκίσκος Β΄,