Greek Meaning of potentate
ΠΟτεντάτος
Other Greek words related to ΠΟτεντάτος
Nearest Words of potentate
- potential => δυνητικός
- potential difference => Διαφορά δυναμικού
- potential divider => διαιρέτης τάσης
- potential drop => πτώση δυναμικού
- potential energy => δυναμική ενέργεια
- potential unit => Δυνητική μονάδα.
- potentiality => δυνατότητα
- potentially => δυνητικά
- potentiation => δυναμοποίηση
- potentilla => Πενταδάκτυλον
Definitions and Meaning of potentate in English
potentate (n)
a ruler who is unconstrained by law
FAQs About the word potentate
ΠΟτεντάτος
a ruler who is unconstrained by law
μονάρχης,Χάρακας,κυρίαρχος,Αὐτοκράτορας,Αυτοκράτορας,αυτοκράτειρα,βασιλιάς,πρίγκιπας,βασίλισσα,κυρίαρχος
No antonyms found.
potent => Δυνατός, potency => Δύναμη, potence => Δύναμη, potemkin village => Χωριό Ποτέμκιν, potemkin => Ποτέμκιν,