FAQs About the word potentiality

δυνατότητα

the inherent capacity for coming into being, an aptitude that may be developed

δυνατότητα,δυνητικός,ικανότητα,προοπτική,ενδεχόμενο,πιθανότητα,Δύναμη,πιθανότητα

πραγματικότητα,πραγματικότητα,βεβαιότητα

potential unit => Δυνητική μονάδα., potential energy => δυναμική ενέργεια, potential drop => πτώση δυναμικού, potential divider => διαιρέτης τάσης, potential difference => Διαφορά δυναμικού,