Greek Meaning of potently
ισχυρά
Other Greek words related to ισχυρά
- ενεργά
- επιθετικά
- με αυτοπεποίθηση
- αποφασιστικά
- αποφασιστικά
- εμφατικά
- έντονα
- προσεκτικά
- γενναία
- ηθελημένα
- αποφασιστικά
- άκαμπτα
- έξυπνα
- σταθερά
- γερά
- Τετραγωνικά
- σταθερά
- σταθερά
- σίγουρα
- εκδηλωτικά
- γρήγορα
- τραγανός
- άμεσα
- δυναμικά
- ανυπόμονα
- ενεργητικά
- γρήγορος
- άγρια
- αμετάβλητα
- βίαια
- γενναία
- θερμότατα
- ζωηρά
- δυναμικά
- ανθεκτικά
- έντονα
- πνευματικά
- έντονα
- σφοδρά
- δυναμικά
- ζωηρά
- εκρηκτικά
- σταθερά
- με τη βία
- πολύ
- μυϊκά
- Αδίστακτα
- στρογγυλά
- άκαμπτα
- άκαμπτα
- σθεναρά
- σταθερά
- γρήγορα
- γενναία
Nearest Words of potently
- potentiometer => Ποτενσιόμετρο
- potentilla anserina => Αγριμομηλιά
- potentilla => Πενταδάκτυλον
- potentiation => δυναμοποίηση
- potentially => δυνητικά
- potentiality => δυνατότητα
- potential unit => Δυνητική μονάδα.
- potential energy => δυναμική ενέργεια
- potential drop => πτώση δυναμικού
- potential divider => διαιρέτης τάσης
Definitions and Meaning of potently in English
potently (r)
in a manner having a powerful influence
FAQs About the word potently
ισχυρά
in a manner having a powerful influence
ενεργά,επιθετικά,με αυτοπεποίθηση,αποφασιστικά,αποφασιστικά,εμφατικά,έντονα,προσεκτικά,γενναία,ηθελημένα
Απαλά,ελαφρά,αμυδρά,απαλά,απαλά,αδύναμα,νωχελικά,τεμπέλα,αδιάφορα,τρεμάμενος
potentiometer => Ποτενσιόμετρο, potentilla anserina => Αγριμομηλιά, potentilla => Πενταδάκτυλον, potentiation => δυναμοποίηση, potentially => δυνητικά,