FAQs About the word decidedly

αποφασιστικά

without question and beyond doubtIn a decided manner; indisputably; clearly; thoroughly.

οπωσδήποτε,πραγματικά,αναμφίβολα,αναμφισβήτητα,σημαντικά,εκτενώς,σημαντικά,σημαντικά,μακράν,κεφάλι και ώμοι

μόλις,μόλις,μόνο,σπάνια,περιθωριακός,ελάχιστα,λεπτομερώς

decided => αποφάσισε, decide => αποφασίζω, decidable => απoφασίσιμο, decibel => Ντεσιμπέλ, deciare => στρέμμα,