Greek Meaning of frailly
αδύναμα
Other Greek words related to αδύναμα
Nearest Words of frailly
- frail => εύθραυστος
- fraight => φορτίο
- fragrant woodsia => Woodsia fragrans
- fragrant wood fern => πολύποδο το ευώδες
- fragrant water lily => Μυρωδάτο νούφαρο
- fragrant sumac => Ευωδιαστό σούμακ
- fragrant orchid => αρωματικές ορχιδέες
- fragrant cliff fern => Αρωματική φτέρη της γκρεμνού
- fragrant bedstraw => Ασπέρουλα η οσμηρή
- fragrant agrimony => Αγριομάρουλο οσμηρό
Definitions and Meaning of frailly in English
frailly (adv.)
Weakly; infirmly.
FAQs About the word frailly
αδύναμα
Weakly; infirmly.
Απαλά,ελαφρά,αμυδρά,τρεμάμενος,αδύναμα,απαλά,νωχελικά,τεμπέλα,αδιάφορα,απαλά
δυναμικά,ενεργητικά,εκρηκτικά,άγρια,σταθερά,βίαια,με τη βία,σκληρός,πολύ,δυναμικά
frail => εύθραυστος, fraight => φορτίο, fragrant woodsia => Woodsia fragrans, fragrant wood fern => πολύποδο το ευώδες, fragrant water lily => Μυρωδάτο νούφαρο,