FAQs About the word faintly

ελαφρά

to a faint degree or weakly perceivedIn a faint, weak, or timidmanner.

αμυδρά,Χαμηλός,αθόρυβα,ήσυχα,απαλά,σιωπηλά,αδιόρατα,αθόρυβα,σιωπηλά

δυνατά,ακουστά,σαφώς,σαφώς,έξω,δυνατά,αισθητά,προφανώς,προφορικά,φωνητικά

faintling => λιποθυμία, faintish => αδύναμος, fainting => λιποθυμία, faintheartedness => δειλία, faint-hearted => δειλός,