FAQs About the word audibly

ακουστά

in an audible mannerSo as to be heard.

δυνατά,δυνατά,έξω,δυνατά,προφορικά,φωνητικά,προκλητικά,θορυβωδώς,σαφώς,με διάκριση

ήσυχα,σιωπηλά,αθόρυβα,ελαφρά,αμυδρά,αδιόρατα,αθόρυβα,απαλά,σιωπηλά,Χαμηλός

audibleness => ακουστότητα, audible => ακουστός, audibility => ακουστότητα, audenesque => αουντενέσκος, auden => Άουντεν,