FAQs About the word fainted

λιπόθυμος

of Faint

κατέρρευσε,λιποθύμησε,λιποθύμησε,αναποδογυρμένος (πάνω),λιποθύμησε,χαλασμένος,κουρασμένος (έξω)

ήρθε γύρω,ήρθε στην,αναβίωσε,συνήλθε

faint => Αδύναμος, faineant => τεμπέλης, faineancy => οκνηρία, faineance => τεμπελιά, fain => αχνός,