Greek Meaning of keeled (over)
αναποδογυρμένος (πάνω)
Other Greek words related to αναποδογυρμένος (πάνω)
Nearest Words of keeled (over)
Definitions and Meaning of keeled (over) in English
keeled (over)
to fall suddenly (as in a faint), to fall down suddenly
FAQs About the word keeled (over)
αναποδογυρμένος (πάνω)
to fall suddenly (as in a faint), to fall down suddenly
λιποθύμησε,κατέρρευσε,λιπόθυμος,λιποθύμησε,κουρασμένος (έξω),λιποθύμησε,χαλασμένος
ήρθε γύρω,ήρθε στην,αναβίωσε,συνήλθε
keelboats => Ιστιοπλοϊκά σκάφη με τρόπιδα, keel (over) => Τρίγλι (πάνω από), keeking => Κοιτάζοντας, keeked => κοιτάζω, kazillions => δισεκατομμύρια,