Greek Meaning of keeling (over)
σκύβοντας (πάνω)
Other Greek words related to σκύβοντας (πάνω)
Nearest Words of keeling (over)
Definitions and Meaning of keeling (over) in English
keeling (over)
to fall suddenly (as in a faint), to fall down suddenly
FAQs About the word keeling (over)
σκύβοντας (πάνω)
to fall suddenly (as in a faint), to fall down suddenly
λιποθυμία,καταρρέων,λιποθυμία,λιποθυμία,λιποθυμάω,Λιποθυμία,αναλύοντας
ερχόμενος σε,γύρω από,αναβιωτικό
keelhauls => Σέρνω από την καρίνα, keeled (over) => αναποδογυρμένος (πάνω), keelboats => Ιστιοπλοϊκά σκάφη με τρόπιδα, keel (over) => Τρίγλι (πάνω από), keeking => Κοιτάζοντας,