FAQs About the word keeling (over)

σκύβοντας (πάνω)

to fall suddenly (as in a faint), to fall down suddenly

λιποθυμία,καταρρέων,λιποθυμία,λιποθυμία,λιποθυμάω,Λιποθυμία,αναλύοντας

ερχόμενος σε,γύρω από,αναβιωτικό

keelhauls => Σέρνω από την καρίνα, keeled (over) => αναποδογυρμένος (πάνω), keelboats => Ιστιοπλοϊκά σκάφη με τρόπιδα, keel (over) => Τρίγλι (πάνω από), keeking => Κοιτάζοντας,