Greek Meaning of keel (over)
Τρίγλι (πάνω από)
Other Greek words related to Τρίγλι (πάνω από)
Nearest Words of keel (over)
Definitions and Meaning of keel (over) in English
keel (over)
to fall suddenly (as in a faint), to fall down suddenly
FAQs About the word keel (over)
Τρίγλι (πάνω από)
to fall suddenly (as in a faint), to fall down suddenly
Αδύναμος,Λιποθυµώ,Διακοπή ρεύματος,κατάρρευση,conk (out),λιποθυμία,βλάβη,ζονκ (έξω)
να έρθει γύρω,έρχομαι,αναβιώνω,έλα γύρω
keeking => Κοιτάζοντας, keeked => κοιτάζω, kazillions => δισεκατομμύρια, kazillion => δισεκατομμύρια, kayos => χάος,